νόηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νόηση | οι | νοήσεις |
γενική | της | νόησης* | των | νοήσεων |
αιτιατική | τη | νόηση | τις | νοήσεις |
κλητική | νόηση | νοήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νόηση θηλυκό
- η ικανότητα αντίληψης της πραγματικότητας με το νου, με τη λογική
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νόηση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νόηση