νύφη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νύφη οι νύφες
νυφάδες
      γενική της νύφης των
νυφάδων
    αιτιατική τη νύφη τις νύφες
νυφάδες
     κλητική νύφη νύφες
νυφάδες
Ο δεύτερος πληθυντικός, λαϊκότροπος.
όπως «νύφη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νύφη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νύφη < αρχαία ελληνική νύμφη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈni.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νύ‐φη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νύφη θηλυκό

  1. η γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή την ώρα του γάμου της
  2. η γυναίκα του γιου μου
  3. η γυναίκα του αδελφού μου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νύφη < τύπος νύμφη με αφομοίωση [mf] > [ff] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου με [ff] > [f] [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νύφη

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη νύμφη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]