νῆστις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νῆστις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νῆστις αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νῆστις αρσενικό
- είδος λαίμαργου ψαριού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νῆστις θηλυκό
- το τμήμα του λεπτού εντέρου από τον δωδεκαδάχτυλο μέχρι τον ειλεό