νῆστις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νῆστις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νῆστις αρσενικό ή θηλυκό

  1. νηστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νῆστις αρσενικό

  1. είδος λαίμαργου ψαριού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νῆστις θηλυκό

  1. το τμήμα του λεπτού εντέρου από τον δωδεκαδάχτυλο μέχρι τον ειλεό