ξαναμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksa.naˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐ναμ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ξαναμμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξανάβω
- αναψοκοκκινισμένος από ταραχή, ταραγμένος, εμφανώς, θυμωμένος
- (μεταφορικά) διεγερμένος ερωτικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τους όρους ξε- και ανάβω