ξανασμίξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανασμίξιμο < ξανασμίγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξανασμίξιμο ουδέτερο
- νέα συνάντηση
- νέα συμφιλίωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανασμίξιμο
|