ξεβάφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεβάφω < λείπει η ετυμολογία

ξεβάφω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ το χρώμα από κάτι
     συνώνυμα: αποχρωματίζω
  2. (αμετάβατο) χάνω το χρώμα μου
    το πουκάμισο ξέβαψε στο πλύσιμο
     συνώνυμα: ξεθωριάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]