ξεγνοιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεγνοιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεγνοιάζω, τύπος του ξενοιάζω ξε- στερητικό + γνοιάζομαι (κυρίως στον μέσο τύπο)[1] / ἔγνοι(α) < ἔννοια με ανομοίωση [nn] > [ɣn] [2] + -άζω, -άζομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kseˈɣɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐ɣνοιά‐ζω

ξεγνοιάζω, αόρ.: ξέγνοιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ξενοιάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. έγνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεγνοιάζω < ξε- στερητικό + γνοιάζομαι (κυρίως στον μέσο τύπο)[1] / ἔγνοι(α) < ἔννοια με ανομοίωση [nn] > [ɣn] [2] + -άζω, -άζομαι

ξεγνοιάζω, συνήθως στον μέσο τύπο ξεγνοιάζομαι

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ξενοιάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. έγνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας