ξεθαρρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεθαρρεύω < μεσαιωνική ελληνική λέξη από τα ξε + θαρρεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθαρρέω

ξεθαρρεύω

  1. αποκτώ θάρρος, τολμώ
     συνώνυμα: αναθαρρεύω
  2. αποκτώ υπερβολικό θάρρος
     συνώνυμα: αυθαδιάζω, αποθρασύνομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]