ξεκινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεκινώ < ξε- + κινώ < αρχαία ελληνική ἐκκινῶ (το πρόθημα ξε- αντικατέστησε την πρόθεση ἐκ)

ξεκινώ (και ξεκινάω)

  1. (αμετάβατο) αρχίζω να κινούμαι κατευθυνόμενος προς τα κάπου
  2. (μεταβατικό) θέτω σε κίνηση ή σε λειτουργία κάτι
  3. (αμετάβατο) αρχίζω να κάνω κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]