ξεκουφαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεκουφαίνω: ξε- + κουφαίνω < αρχαία ελληνική ἐκκωφόω, -ῶ

ξεκουφαίνω

  1. (σε σχήμα υπερβολής) φωνάζω ή θορυβώ τόσο δυνατά ώστε να προκαλέσω κώφωση σε αυτόν που ακούει
  2. προξενώ εξαιρετικά μεγάλη έκπληξη σε κάποιον λέγοντάς του κάτι ολότελα παράδοξο και απρόσμενο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]