ξελεπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γυναίκα ξελεπίζει ψάρια, αγνώστου καλλιτέχνη (17ος αι.)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξελεπίζω < αρχαία ελληνική ἐκλεπίζω

ξελεπίζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]