ξελόγιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξελόγιασμα < ξελογιάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξελόγιασμα ουδέτερο (παλιότερα και ξελάγιασμα)
- η πρόκληση ερωτικού πάθους που οδηγεί τον άλλο σε μη λογικές ενέργειες
- η παράσυρση σε ενέργειες που κάποιος δεν συνήθιζε, σε αλλαγή τρόπου ζωής, από πάθος για τον πλούτο, την άνετη ζωή ή κάτι άλλο ελκυστικό