ξεμπλέκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεμπλέκω < μεσαιωνική ελληνική < ξε + αρχαία ελληνική ἐμπλέκω

ξεμπλέκω, παθ. μτχ.: ξεμπλεγμένος

  1. λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
    Να δω πώς θα ξεμπλέξω με τις τράπεζες και τα δάνεια
  2. βοηθώ κάποιον να ξεφύγει από μια περίπλοκη κατάσταση, τον απεμπλέκω
    Είδα κι έπαθα να του βρω δικηγόρο και να τον ξεμπλέξω, με τις παρέες που πήγε και έμπλεξε
  3. ξεμπερδεύω μαλλιά, νήματα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια