ξενιτεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.ni.teˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νη‐τε‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ξενιτεμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξενιτεύομαι, ρήμα στην παθητική φωνή
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ξενιτεύομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ξενιτεμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξενιτεύω
- ξένος
- ξενιτεμένος
- (για λαό) εξόριστος
Πηγές
[επεξεργασία]- ξενιτεύω, ξενιτεμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Μετοχές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)