ξενοίκιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενοίκιαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ξενοίκιαστος, -η, -ο
- που δεν έχει νοικιαστεί, που προσφέρθηκε για χρήση με ενοίκιο αλλά δεν τον νοίκιασε κανείς