ξενογλωσσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενογλωσσία < ελληνογενής από την αγγλική xenoglossy < ξένος + -γλωσσία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενογλωσσία θηλυκό
- η γνώση και η χρήση ξένων γλωσσών
- υποτιθέμενο παραψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος ομιλεί μια γλώσσα την οποία κανονικά δεν γνωρίζει, συχνά μετά από ύπνωση ή κωματώδη κατάσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενογλωσσία
|