ξενοδόχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξενοδόχα | οι | ξενοδόχες |
γενική | της | ξενοδόχας | — | |
αιτιατική | την | ξενοδόχα | τις | ξενοδόχες |
κλητική | ξενοδόχα | ξενοδόχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενοδόχα < ξενοδόχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενοδόχα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η ξενοδόχος
- → δείτε τη λέξη ξενοδόχος