ξενοπλένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενοπλένω < ξένο και πλένω

ξενοπλένω

  1. εργάζομαι ως πλύστρα
  2. αναγκάζομαι να πλένω τα ρούχα ξένων νοικοκυριών για να στηρίξω την οικογένειά μου ή γενικά για να επιβιώσω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]