ξενοψωμίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενοψωμίτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξενοψωμίτης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ψωμί