ξενυστάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενυστάζω < ξε και νυστάζω

ξενυστάζω

  • κάνω κάτι για να μου φυγει η νύστα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]