ξενόκουμπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενόκουμπο ουδέτερο
- το μανικετόκουμπο → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενόκουμπο
→ δείτε τη λέξη μανικετόκουμπο |