ξεπεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξεπεσμός | οι | ξεπεσμοί |
γενική | του | ξεπεσμού | των | ξεπεσμών |
αιτιατική | τον | ξεπεσμό | τους | ξεπεσμούς |
κλητική | ξεπεσμέ | ξεπεσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεπεσμός < ξεπέφτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεπεσμός αρσενικό (δόκιμο κυρίως στον ενικό)
- η κοινωνική ή προσωπική παρακμή, η μετάβαση από μια ανθηρή, ακμαία, δημιουργική κατάσταση σε μια υποδεέστερη (οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική, ηθική ή ψυχική)
- «Ο ξεπεσμός της Ελλάδας είναι της ψυχής ξεπεσμός κι από το προφητικό του ύφος (του Παλαμά) βλέπεις με μιας ολάκερη την κατηφορική γραμμή» (Κ. Τσάτσος για το "Δωδεκάλογο του Γύφτου")