ξεσκαρτάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεσκαρτάρω < ξε- + σκάρτ(ος) + -άρω

ξεσκαρτάρω, πρτ.: ξεσκάρταρα, στ.μέλλ.: θα ξεσκαρτάρω, αόρ.: ξεσκαρτάρισα, μτχ.π.π.: ξεσκαρταρισμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]