ξεφράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεφράζω < μεσαιωνική ελληνική < από το ἐξέφρασσον, αόριστο του < ελληνιστικού ή ίσως και μεταγενέστερου ἐκφράσσω

ξεφράζω

  1. ξεβουλώνω νεροχύτη ή άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις που έχουν φραγεί
  2. απομακρύνω ένα φράγμα που είχε τοποθετηθεί σκόπιμα κατά το παρελθόν, όπως π.χ. ένα φράχτη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]