ξηρόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξηρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική xerophile < αρχαία ελληνική ξηρός + -φιλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksiˈɾo.fi.los/
Επίθετο
[επεξεργασία]ξηρόφιλος, -ή, -ο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ξηροφιλικός
- → δείτε τις λέξεις ξηρός και φίλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ξηρόφιλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)