ξυλάγγουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksiˈlaŋ.ɡu.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λάγ‐γου‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυλάγγουρο ουδέτερο
- (λαχανικό) ποικιλία αγγουριού, καρπός της ξυλαγγουριάς
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος άχαρος, που δεν ξέρει πώς να σταθεί και να μιλήσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ξυλαγγουριά
- → δείτε τις λέξεις ξύλο και αγγούρι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλάγγουρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξυλ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)