ξυλοπόδαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ξυλοπόδαρος
ξυλοπόδαρο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλοπόδαρο τα ξυλοπόδαρα
      γενική του ξυλοπόδαρου των ξυλοπόδαρων
    αιτιατική το ξυλοπόδαρο τα ξυλοπόδαρα
     κλητική ξυλοπόδαρο ξυλοπόδαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλοπόδαρο < ξύλο + -ο- + ποδάρι + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ksi.loˈpo.ða.ɾo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξυλοπόδαρο ουδέτερο

  1. ξύλινο ομοίωμα ποδιού
  2. ξύλινη κατασκευή που μοιάζει με μακρόστενο πόδι, πάνω στην οποία πατάει κάποιος και περπατάει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]