ξυπνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksi.pniˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐πνη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ξυπνημένος, -η, -ο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ξυπνάω και ύπνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυπνημένος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ {Π:ΑΛΝΕ}}