ξόανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξόανο < αρχαία ελληνική ξόανον < ξέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξόανο ουδέτερο

  1. στα αρχαία χρόνια, απλό ξύλινο άγαλμα θεών, ομοίωμα
  2. (μεταφορικά) ανόητος, κουτός άνθρωπος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]