ξύρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξύρισμα τα ξυρίσματα
      γενική του ξυρίσματος των ξυρισμάτων
    αιτιατική το ξύρισμα τα ξυρίσματα
     κλητική ξύρισμα ξυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξύρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξύρισμα< ξυρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξύρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια που κάνουμε όταν ξυριζόμαστε
    το κόντρα ξύρισμα για μερικούς είναι πολύ επίπονο
    πήρα μια μηχανή ξυρίσματος με μπαταρία

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]