οδούς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀδούς, ὁδούς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδούς οι οδόντες
      γενική του οδόντος των οδόντων
    αιτιατική τον οδόντα τους οδόντας
     κλητική οδούς οδόντες
Δείτε την αρχαία κλίση στο ὀδούς.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδούς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀδούς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oˈðus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δούς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οδούς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

οδούς θηλυκό

  • οδούςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)