οδόστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδόστρωμα τα οδοστρώματα
      γενική του οδοστρώματος των οδοστρωμάτων
    αιτιατική το οδόστρωμα τα οδοστρώματα
     κλητική οδόστρωμα οδοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδόστρωμα < οδο- (οδός) + στρώμα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Strassenbelag

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oˈðo.stɾo.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οδόστρωμα ουδέτερο

  • η επιφάνεια του δρόμου που στρώνεται με άσφαλτο ή τσιμέντο και πάνω της κινούνται τα οχήματα
    το νέο οδόστρωμα στη γειτονιά μας είναι πολύ ασφαλές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]