οικοτροφείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικοτροφείο τα οικοτροφεία
      γενική του οικοτροφείου των οικοτροφείων
    αιτιατική το οικοτροφείο τα οικοτροφεία
     κλητική οικοτροφείο οικοτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικοτροφείο < οικότροφος + -είο[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικοτροφείο ουδέτερο

  • ίδρυμα ή παράρτημα ενός οργανισμού (κυρίως ιδιωτικού σχολείου) που δέχεται οικότροφους, κυρίως μαθητές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]