οικο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οἰκο-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκο- < οἶκο(ς)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

οικο-, οικό- (και οικ- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]