οινοχόη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οινοχόη < οινοχόος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οινοχόη θηλυκό
- είδος αρχαιοελληνικού αγγείου με μια λαβή από το οποίο γεμίζονταν τα κύπελλα των συμποτών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- οινοχόη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οινοχόη
|