οινόγαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οινόγαλα < ελληνιστική κοινή οἰνόγᾰλᾰ (γενική: τοῦ οἰνογάλακτος) < αρχαία ελληνική οἶνος + γάλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οινόγαλα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οινόγαλα