ολο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὁλο-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ολο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὁλ(ο)- < αρχαία ελληνική ὅλος
(για επιστημονικούς όρους) λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία holo- [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.lo/

Πρόθημα

[επεξεργασία]

ολο-, ολό- (και ολ- όταν ακολουθούσε φωνήεν σε παλαιά σύνθετα)

(επιτατικό) πρώτο συνθετικό λέξεων που

  1. επιτείνει τη σημασία του επιθέτου που είναι δεύτερο συνθετικό
    ολόγυμνος
    ολάνθιστος
     συνώνυμα: κατα-, θεο-
  2. δηλώνει αποκλειστικά το χρώμα του δεύτερου συνθετικού
    ολόμαυρος
  3. δηλώνει αποκλειστικά το υλικό του δεύτερου συνθετικού
    ολόχρυσος
  4. καλύπτει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την επιφάνεια ή χρονική διάρκεια του δεύτερου συνθετικού
    ολοσέλιδος
    ολοήμερος
  5. (επιστημονικοί όροι)
    ολόγραμμα < γαλλική hologramme

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]