ολόασπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈlo.a.spɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λό‐α‐σπρος
Επίθετο
[επεξεργασία]ολόασπρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολόασπρος
|