ομορφονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομορφονιά | οι | ομορφονιές |
γενική | της | ομορφονιάς | των | ομορφονιών |
αιτιατική | την | ομορφονιά | τις | ομορφονιές |
κλητική | ομορφονιά | ομορφονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομορφονιά θηλυκό
- θηλυκό του ομορφονιός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομορφονιά
|