ομόνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομόνοια | ||
γενική | της | ομόνοιας & ομονοίας | ||
αιτιατική | την | ομόνοια | ||
κλητική | ομόνοια | |||
Η λόγια γενική ενικού, όπως στην «πλατεία Ομονοίας». | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομόνοια < αρχαία ελληνική ὁμόνοια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομόνοια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η ταυτότητα αντιλήψεων και η αίσθηση της ενότητας που προκύπτει από αυτήν
- ειρηνική-φιλική συνύπαρξη στο πλαίσιο κοινών αρχών, συναινετική συνύπαρξη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ας (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)