ονειροπαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.paɾˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νει‐ρο‐παρ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ονειροπαρμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που συγχέει το ονειρικό με το πραγματικό, που επηρεάζεται από το φανταστικό και χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ονειροπόλος
- → δείτε τις λέξεις όνειρο και παίρνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε και τις λέξεις αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος και φαντασιόπληκτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ονειροπαρμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ονειροπαρμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)