οξύνοια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Οξύνεια, Ὀξύνεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξύνοια οι οξύνοιες
      γενική της οξύνοιας των οξυνοιών
    αιτιατική την οξύνοια τις οξύνοιες
     κλητική οξύνοια οξύνοιες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οξύνοια < οξύνους + -νοια < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Scharfsinn

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oˈksi.ni.a/

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οξύνοια θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]