οπλασκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.plaˈsci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλα‐σκί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλασκία θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό: οπλασκίες) ασκήσεις που κάνουν οι στρατιώτες με τα ατομικά τους όπλα, ώστε να εξοικειωθούν καλύτερα μ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλασκία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οπλασκία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας