ορθοδοξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοδοξία οι ορθοδοξίες
      γενική της ορθοδοξίας των ορθοδοξιών
    αιτιατική την ορθοδοξία τις ορθοδοξίες
     κλητική ορθοδοξία ορθοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορθοδοξία < ορθός+δόξα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ɾθo.ðoˈksi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ορθοδοξία θηλυκό

  1. το να ακολουθεί κάποιος την ορθόδοξη άποψη, να μένει πιστός στην αρχική εκδοχή μιας διδασκαλίας
    όσοι απέκλιναν από τη μαρξιστική ορθοδοξία αποκαλούνταν προσβλητικά ρεβιζιονιστές
  2. η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, το ορθόδοξο δόγμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]