ορχήστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχήστρα οι ορχήστρες
      γενική της ορχήστρας των ορχηστρών
    αιτιατική την ορχήστρα τις ορχήστρες
     κλητική ορχήστρα ορχήστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορχήστρα < από το αρχαίο ὀρχήστρα ( = πλατεία για χορό) < από το ρήμα ὀρχοῦμαι.
Μια συμφωνική ορχήστρα.
Ορχήστρα αρχαίου θεάτρου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ορχήστρα θηλυκό

  1. (μουσική) ένα σύνολο από μουσικούς ή μουσικά όργανα που εκτελούν πολυφωνική μουσικά κομμάτια με συγκεκριμένη δομή ή αυτοσχέδια (ορχηστική μουσική).
    Συμφωνική Ορχήστρα
    Φιλαρμονική Ορχήστρα
    ορχήστρα τζαζ
  2. ο κυκλικός χώρος ενός αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα στο κοίλο και στο προσκήνιο
    Οι ηθοποιοί βγήκαν στην ορχήστρα.
  3. στα κλασικά και σύγχρονα θέατρα και όπερες, ο χώρος για τους μουσικούς
    Το θέατρο ήταν μικρό και χωρίς ορχήστρα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]