ουραλοαλταϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ουραλοαλταϊκός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα Ουράλια και τα Αλτάια όρη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (γλωσσολογία) οι ουραλικές και αλταϊκές γλώσσες ως γλωσσική οικογένεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ουραλοαλταϊκές γλώσσες στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουραλοαλταϊκός