ουστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουστ < (άμεσο δάνειο) τουρκική uşt
Επιφώνημα
[επεξεργασία]ουστ
- χρησιμοποιείται για να διώξουμε κάποιον, άνθρωπο ή ζώο
- Φύγε από δω! Ουστ!