οφίτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οφίτικα | ||
γενική | των | οφίτικων | ||
αιτιατική | τα | οφίτικα | ||
κλητική | οφίτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφίτικα < περιοχή Όφι (ή Όφη) του Πόντου (στη βoρειoανατολική ακτή της Μικράς Ασίας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οφίτικα ουδέτερο, μόνο πληθυντικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Μαρία-Άννα Τηλιοπούλου, Παράλληλες γραμματικές ως αποτέλεσμα γλωσσικής επαφής. Η περίπτωση της Οφίτικης, διδακτορική διατριβή (Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2008. DOI 10.12681/eadd/17140), σ. 1. (Έκδοση ως βιβλίο με τον ίδιο τίτλο ως Παράρτημα αρ. 27 του περ. Αρχείον Πόντου, Αθήνα 2011.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]οφίτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οφίτικος