πέδον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ πέδον
      γενική τοῦ πέδου
      δοτική τῷ πέδ
    αιτιατική τὸ πέδον
     κλητική ! πέδον
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέδον < λείπει η ετυμολογία. Ομόρριζο με το πούς, γενική: ποδ-ός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέδον, -ου ουδέτερο στον ενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα