πέστε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πέστε
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πέφτω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λέω (και πείτε)